- παραβαπτιστής
- ὁ, Α [παραβαπτίζω]1. αυτός που τελεί το βάπτισμα και το χρίσμα αντικανονικά2. απατεώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραβαπτισταί — παραβαπτιστής false dyer masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβαπτιστήν — παραβαπτιστής false dyer masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραβαπτιστάς — παραβαπτιστά̱ς , παραβαπτιστής false dyer masc acc pl παραβαπτιστά̱ς , παραβαπτιστής false dyer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)